Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Οι Ελπινίκες της ζωής μας ...

Η Ελπινίκη στεκόταν πάντα στη ίδια γωνία των δρόμων περιμένοντας με υπομονή, κάθε Σάββατο μετά την Ανάσταση, τους γείτονες να της φέρουν το Άγιο Φως. Κάτι μαγικό είχε εκείνη η γωνία δύο συνοικιακών δρόμων, χωρίς πολλή κίνηση. Στεκόταν εκεί ακουμπισμένη στον τοίχο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Λίγο παραπέρα μια λάμπα πάσχιζε να τη φωτίσει αλλά το αχνό της φως έφτανε μόνο μέχρι τα πόδια της.  Μαζεμένη μέσα στο παλιό και μάλλον δανεικό πανωφόρι, κοιτούσε με λαχτάρα τον δρόμο και περίμενε. Δεν πήγαινε στην εκκλησία, δεν συμμετείχε στη χαρά της βραδιάς, οι λόγοι δικοί της. Περίμενε πάντα στη σκιά. Μια σκιά παράξενη που ενώ έπεφτε σκληρή πάνω στο δρόμο και στους τοίχους των σπιτιών, θαρρείς πως μαλάκωνε όταν την πλησίαζε. Την άγγιζε απαλά και ζωγράφιζε πάνω της εικόνες από τη ζωή της. Κι εκείνη περίμενε ανυπόμονα, μάλλον, και όταν ακούγονταν τα γέλια και οι φωνές των πεινασμένων που γυρνούσαν στα σπίτια τους λαχταρώντας τη ζεστή μαγειρίτσα, ξεμύτιζε δειλά και με ένα μικρό διστακτικό χαμόγελο έκανε δυο βήματα, πάντα δύο, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα και πλησίαζε τις παρέες κρατώντας το κερί της χωρίς να μιλάει. Άλλωστε η χειρονομία από μόνη της δεν άφηνε περιθώρια για απορίες. Καμιά φορά τρόμαζε τις πρώτες παρέες, αυτούς που δεν την ήξεραν γιατί ήταν καινούργιοι στη γειτονιά, αυτούς που απορροφημένοι από τη χαρά της αντάμωσης με τους δικούς τους ξεχνούσαν τη γραφική φιγούρα του Μεγάλου Σαββάτου. Γρήγορα όμως όλοι συνέρχονταν από το ξάφνιασμα, καθώς το πρόσωπο και η έκφρασή της έδειχνε ότι κάθε άλλο παρά το κακό τους ήθελε. Έτεινε το κεράκι της και χαμήλωνε το βλέμμα όσο κρατούσε η ιεροτελεστία. Προσπαθούσε να κρύψει τη λαχτάρα που έκανε το πρόσωπό της να λάμπει. Μάλιστα, θα μπορούσαν κάποιοι να ισχυριστούν ότι με το ζόρι κρατούσε ένα δάκρυ απ'το να κυλήσει μπροστά τους. Δάκρυ χαράς ή λύπης; Οι ειδήμονες της γειτονιάς είχαν διαφορετική άποψη.
Κάποιες φορές την πέτυχα κι εγώ ή μάλλον με πέτυχε εκείνη βγαίνοντας από τη γωνιά της την ώρα που γυρνούσα στο σπίτι. Κι είχα την εντύπωση ότι εκείνη τη φορά που της άναψα το κερί ήταν σαν να της έδινα την ίδια τη ζωή.  Είναι παράξενο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Τόση χαρά μαζεμένη, ασφυκτιά να βγει προς τα έξω μετά το πένθος της Μεγάλης Εβδομάδας.  Τόση χαρά δεδομένη, κάνει υπομονή να φανερωθεί μετά τα Πάθη. Είναι παράξενο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Όλοι βιάζονται, όλοι τρέχουν, όλοι γελάνε ή τουλάχιστον έτσι πίστευα όσο ήμουν μικρή. Δεδομένη ήταν και η Ελπινίκη για μας που μέναμε χρόνια στη γειτονιά. Δεδομένο και το Άγιο Φως που περίμενε. Δεδομένο και το χαμήλωμα του κεφαλιού, και το δειλό χαμόγελο, και το αχνό "ευχαριστώ" και που αν δεν της έλεγες "Χριστός Ανέστη" ντρεπόταν θαρρείς να το πει πρώτη. Αν όμως το άκουγε, τότε σήκωνε το κεφάλι και σε κοίταζε στα μάτια και ανταπέδιδε "Αληθώς ο Κύριος". Και το έλεγε με τέτοιο καμάρι, σαν να ήταν μόνο αυτή μάρτυρας της Ανάστασης. Και πάντα πίστευα ότι και για μια άλλη Ανάσταση μιλούσε και ευχόταν.
Ήταν παράξενο αλλά, όλη την υπόλοιπη χρονιά, ήταν σαν να μην κυκλοφορούσε. Σπάνια την βλέπαμε έξω εμείς τα παιδιά. Μια-δυο φορές το χρόνο, τόσο που ξεχνούσαμε την ύπαρξή της μέχρι να την ξανασυναντήσουμε. Το βράδυ της Ανάστασης όμως και αφού είχαμε μεγαλώσει με το απάντημά της, έγινε συνήθειο να περνάμε από τη γωνιά της και να κοιτάμε ποιος θα τη δει πρώτος και ποιος θα της ανάψει το κερί. Ξέραμε ακόμα και πόσα βήματα θα κάνει ώσπου να βγει από τη σκιά και να έρθει κάτω από τη λάμπα για να βλέπει καλύτερα. Έτσι, τη βλέπαμε κι εμείς καλύτερα.
Πρόσωπο σχεδόν τετράγωνο, λίγες ρυτίδες, μάτια γκρίζα που έλαμπαν μόνο με το φως της λαμπάδας μας, μέτρια σε ύψος, λίγο γεμάτη και με άσπρα μαλλιά καλυμμένα από μια μαντήλα ακαθορίστου χρώματος. Κάθε χρόνο τα ρούχα της μας φαίνονταν ίδια, κάθε χρόνο φορούσε το ίδιο τριμμένο πανωφόρι, την ώρα που εμείς κάναμε διαγωνισμό για το πιο γυαλιστερό παπούτσι. Κάθε χρόνο μας έβλεπε να μεγαλώνουμε ενώ αυτή στα μάτια μας έμοιαζε να μην αλλάζει. Ακαθόριστη ήταν και η ηλικία της. Δεν  τολμούσαμε να ρωτήσουμε τους μεγάλους γι αυτήν γιατί με την πρώτη αναφορά του ονόματός της έπεφτε βαριά σιωπή, σαν να ήταν όλοι συνεννοημένοι να μας κρατήσουν σε άγνοια.
Ξέραμε όμως ότι θα ήταν εκεί κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, με τον ίδιο καιρό, με βροχή, με ζέστη, με το ίδιο πανωφόρι. Και κάποια στιγμή τρέχαμε να δούμε ποιος θα προλάβει να της ανάψει το κερί. Όταν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τους μεγάλους βέβαια, γιατί υπήρχαν και φορές που μετά την Ανάσταση καθόμασταν στην εκκλησία ή άλλοτε πιάναμε την κουβέντα με φίλους και γνωστούς που είχαμε καιρό να δούμε. Τότε, εκείνες τις φορές, τη χάναμε την Ελπινίκη. Κάποιος άλλος προλάβαινε και της άναβε το κερί κι ύστερα αυτή έφευγε βάζοντας το χέρι γύρω από τη φλόγα, σαν να αγκάλιαζε παιδί. Γιατί ήταν το παιδί της εκείνη η φλόγα. Φαινόταν από τη λαχτάρα της όταν έβλεπε το κερί της αναμμένο, καμάρωνε και χαιρόταν και γυρνούσε στο σπίτι της με το κεφάλι ψηλά.
Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα αν έχει στο σπίτι της μαγειρίτσα, αν έχει κάποιον άνθρωπο να τσουγκρίσει το αυγό, αν έχει κάποιον να φιλέψει, να περιποιηθεί, γιατί τις μέρες της γιορτής δεν τις καταλαβαίνεις αν δεν τρέξεις για ψώνια, αν δεν κάνεις τραπέζι, αν δεν καθαρίσεις το σπίτι καλά, αν δεν στολίσεις και δεν στολιστείς. Έτσι πίστευα τότε. Οι απαντήσεις ίδιες όποιον κι αν ρώτησα. Κάποιες γειτόνισσες τη φροντίζουν, να μην ανησυχώ, κάποιες τη βοηθάνε στις δουλειές, κάποιες της πάνε ένα πιάτο μαγειρίτσα και ένα αυγό τις μέρες της Λαμπρής. Κι έτσι ησύχαζε η καρδούλα μου, που δεν ήθελε και πολλά για να ησυχάσει. Μια γλυκιά φωνή, ένα χάδι στο κεφάλι και ένα καθησυχαστικό νεύμα ήταν αρκετά για να ξεχάσω τις έγνοιες μου.
Σπάνια μιλούσαμε γι' αυτήν τις άλλες μέρες του χρόνου. Ήταν και το σπιτάκι που έμενε σε τέτοιο σημείο που αν δεν κοιτούσες προσεκτικά δεν φαινόταν, πίσω από μια σειρά δέντρων, μέσα σε μια παλιά και παρατημένη αυλή. Ο μόνος λόγος που κοιτούσαμε προς τα κει ήταν γιατί θεωρούσαμε το μέρος καλή κρυψώνα για το κρυφτό. Μερικά δέντρα, ξερόκλαδα πεταμένα, αγριόχορτα πάνω από το μπόι μας. Όταν μας έβγαζε ο δρόμος προς τα κει, ζηλεύαμε τη αφροντισιά της αυλής. Μετά, την ξεχνούσαμε πάλι, καθώς ο τόπος ήταν απαγορευμένος για μας.
Μια φορά μόνο ασχολήθηκαν οι μεγάλοι μαζί της. Όταν αρρώστησε και έκανε μέρες να βγει από το σπίτι, μια γειτόνισσα πήγε και τη βρήκε στο κρεβάτι, νηστική και βρώμικη. Τότε συνήλθε η γειτονιά από την υπεροψία της και ενώθηκε σ' έναν αγώνα ενάντια στη μοναξιά της. Τότε την είδαν σαν μια ύπαρξη που είχε ανάγκη από βοήθεια και όχι σαν κάποια που ζούσε το παρόν σαν τιμωρία για το παρελθόν της. Τότε ξανοίχτηκαν και μίλησαν για τη ζωή της. Σκόρπιες κουβέντες βέβαια και ο καθένας έβαζε στην ιστορία της και ένα κομμάτι του εαυτού του. Πολλές φορές μπερδεύτηκα από τις τόσες εκδοχές. Κι όσο πιο διαφορετικές ήταν οι ιστορίες, τόσο πιο πολλά ήθελα να μαθαίνω. Όλοι πάντως συμφωνούσαν σε ένα σημείο. Ότι δεν είχε παντρευτεί ποτέ και ότι είχε ένα παιδί που κανείς δεν ήξερε τι απέγινε. 
... "Η γνωστή παλιά ιστορία, που αρχίζει με έναν νεανικό έρωτα και καταλήγει σε μια τέλεια απομόνωση ή με ένα τσουβάλι όνειρα και καταλήγει σε ένα άδειο σπίτι. Συνέβαινε και συμβαίνει με πολλές παραλλαγές. Οι Ελπινίκες του κόσμου αυτού είναι δίπλα μας, με άλλο όνομα, με άλλη ιστορία. Είναι όμως άξιες της τύχης τους; Είναι στ' αλήθεια στο χέρι μας να ορίσουμε όσα μας συμβαίνουν; Ιστορίες σαν αυτή λένε πως όχι. Άλλες πάλι αποδεικνύουν το αντίθετο. Τι είναι γραμμένο και κατά πόσο μπορούμε να επέμβουμε στην πορεία της ζωής μας εξαρτάται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από αυτό που ο καθένας μας έχει μέσα του σαν κινητήρια δύναμη. Ίσως πρέπει το θέλω να σημαίνει και μπορώ. Αν μπορούσαμε να δούμε τον εαυτό μας μετά από χρόνια θα ήμασταν σε θέση να κρίνουμε τις αποφάσεις μας με άλλο μάτι, πιο αντικειμενικό και ίσως πιο ψυχρό. Όμως τι θα χάναμε τότε; Τη γοητεία του άγνωστου, το δικαίωμα στο όνειρο που μας περιμένει σε κάθε στροφή της πορείας μας, σε κάθε γωνιά τη Ελπινίκης; έχει κι αυτό τη γοητεία του. Ό,τι και νά' ναι πάντως είναι δικό μας κι αν δεν μπορούμε να ορίσουμε το μέλλον μας, τουλάχιστον μπορούμε να ορίσουμε τις επιλογές μας.

Δεν ξέρω τι απέγινε η Ελπινίκη, ο καθένας μπορεί να δώσει στην ιστορία το τέλος που θέλει. Ούτε ξέρω γιατί θυμήθηκα μια ιστορία που αφορά το Πάσχα, ενώ πλησιάζουν Χριστούγεννα!" ...




Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Το άλμα του Felix ... ή της ζωής μας



Αφιερωμένη στα άλματα της ζωής μας θα έπρεπε να είναι η βουτιά του Felix στο κενό ... η πορεία προς τη δόξα ή το θάνατο ... τουλάχιστον αυτός τόλμησε ...

Αφιερωμένη και η ανάρτηση αυτή σε όσους  ... Αλήθεια πόσοι από μας  ... άντεξαν στην ιδέα ότι μπορεί να χάσουν τα πάντα και κυνήγησαν το όνειρο ... δεν δείλιασαν την τελευταία στιγμή ... ονόμασαν ρίσκο την τρέλα και βρήκαν το κουράγιο να χαράξουν την πορεία τους; 

Αφιερωμένη η ανάρτηση σε όσους πήραν τη βαθιά ανάσα και βούτηξαν ...







Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ετεροχρονσμός -->βλ. ζωή ...



ετεροχρονισμός -->βλ. ζωή ... 

για τις στιγμές που ήρθαν πολύ νωρίς για να τις νιώσουμε

για τις στιγμές που ήρθαν πολύ αργά για να τις ζήσουμε ...





Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Κοίμηση ...



Βυζαντινό Μουσείο, Η Κοίμηση και Μετάσταση της Θεοτόκου, Α μισό του 18ου αι, Κων. Κονταρίνης






ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν




Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Σκύψε να δεις ...


Σκύψε να δεις μέσα στο νερό
σαν διαμάντια λάμπουν
κι όμως δεν είναι παρά πέτρες της θάλασσας


ψάξε να δεις μέσα στο πλήθος
σαν διαμάντια λάμπουν
κι όμως δεν είναι παρά άνθρωποι πλάι σου



σήκωσε το κεφάλι ψηλά
σαν χρυσάφι λάμπει
είναι ο ήλιος πάντα εκεί να σου δίνει ζωή



γύρνα το κεφάλι μπροστά 
σαν χρυσάφι λάμπει
είναι ο φίλος πάντα εκεί να σου δίνει πνοή



Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

κάποιοι άνθρωποι ...





Κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν με φωτιές  ... ζεσταίνουν ... καίνε ...




Άλλοι πάλι μοιάζουν με φώτα ... φωτίζουν ... ζαλίζουν ...


Μα εγώ αγαπώ αυτούς που μοιάζουν με καράβια ... 
που έρχονται ... κι ας φεύγουν ...

















Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Σου μιλάω ...


Σου μιλάω για τις φορές που πνίγηκες μέσα σε αδιάφορες λέξεις
που άλλοι ξεστόμιζαν 

τις φορές που βούλιαξες μέσα σε ήχους γραμμάτων
γελοία αταίριαστους 

τις φορές που τρέμοντας έχτιζες αόρατο τείχος  
με ματωμένες παλάμες κλείνοντας τ'αυτιά σου

τις φορές που κάρφωσες ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη 
παρακαλώντας να τρέξει ο χρόνος πιο γρήγορα

τις φορές που θρήνησες δικές σου ατόφιες σκέψεις
προσπαθώντας ν'ακούσεις τα κενά των ανθρώπων

τις φορές που ένιωσες για άλλη μια φορά πως δεν ανήκεις εδώ

...

μ' ακούς;


Κυριακή 27 Μαΐου 2012

άλλοθι ...


κρύψου ... για άλλη μια φορά

τρέξε ... ανάσανε ...

βιάσου

με προφάσεις να καλύψεις τα χνάρια σου

με λέξεις να ντύσεις τις πράξεις σου
 

κρύψου ... για άλλη μια φορά 

πίσω από δικαιολογίες  στιγμής


ζήσε για λόγους ανούσιους
αγάπα με όρους κενούς

μόνο πριν φύγεις
αναρωτήσου
...
 ποιο είναι τελικά το "άλλοθι" της δικής σου ζωής; 






Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

εμπιστοσύνη ...

Υπάρχουν άραγε σχέσεις εμπιστοσύνης;  ... ιδανικές ... απ' αυτές που εμπνέουν ποιήματα, τραγούδια, σενάρια ... όπου αφηνόμαστε στα χέρια του άλλου με τη σιγουριά ότι δεν θα προδοθούμε;; ...μήπως αυτές οι σχέσεις ... ερωτικές, φιλικές, συγγενικές, συναδελφικές ... μήπως είναι ένα όνειρο που κρατάει λίγο ή πολύ ... ως το πρώτο "χαστούκι" ή όσον καιρό εθελοτυφλούμε; ... μήπως υπάρχουν μόνο στο μυαλό των νοσηρά ρομαντικών;; ...
Ίσως πάλι και να τις εξαγνίζουμε ηθελημένα εμείς οι ίδιοι προσπαθώντας να πείσουμε και να πειστούμε ότι δεν έχουμε αλλοτριωθεί από την πεζή πραγματικότητα ... είναι εύκολο να βάζεις ταμπέλες ... η σωστή αντιστοιχία είναι δύσκολη ... και χρονοβόρα ...
Πόσες φορές νιώσαμε "βλάκες" όταν καταλάβαμε ότι εκτιμήσαμε λάθος την προσφορά και τη ζήτηση του εαυτού μας;; ...
Και ποιοι είναι οι "έξυπνοι";; ... αυτοί που ζούνε κάθε σχέση έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους την πιθανότητα ότι μπορεί τα πράγματα να μην είναι έτσι όπως δείχνουν;; ... είναι ζωή αυτή;; ...

Μήπως τελικά "εμπιστεύομαι" πρέπει να σημαίνει "δίνω" χωρίς προσδοκίες;; ... δίνω ... γιατί έχω να δώσω ... δίνω γιατί θέλω να δώσω ... δίνω γιατί μου περισσεύει αγάπη;; ...

Κι αν τελικά κάποιες σχέσεις δεν προχωρούν αξίζει να τις αποχαιρετήσουμε με λόγια απλά ...


Εγώ τον χρόνο μας τον κράτησα 

εσύ τον πέταξες ...




Στη φίλη μου Έλσα ανήκουν οι τελευταίες σειρές
που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους για να γραφτούν



Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

απόψε έβρεξε σκιές ...

Απόψε έβρεξε σκιές ...

την ώρα που άνοιγα το βήμα 
και έκλεινα λογαριασμούς ...

ανήμπορο το δέρμα να τις κρατήσει
γλίστρησαν μέσα μου ξανά ...


έψαχναν μνήμες άφωνες παλιές
κι εγώ αφέθηκα να με μουσκέψουν ...

σκιές που κάποτε είχαν γεμίσει ασφυκτικά
γωνιές του μυαλού μου ...


σκιές που θρήνησα όταν τις άφησα να με κουρσέψουν
που θρήνησα όταν τις έδιωξα για να με βρω ...
 
Απόψε έβρεξε σκιές ...


ώρες πολλές μέχρι να ξημερώσει
θα τις ζεσταίνω καθώς με τρώνε ...



καληνύχτα ...



Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

έζησα ...



... έζησα ...

πατώντας οδυνηρά στις άκρες των δακτύλων

για να μη σπάσω θεούς και αξίες

... έσπασα ...

πατώντας απαλά στις άκρες του χρόνου

για να μην τρομάξω μαγικές στιγμές

... τρόμαξα ...

πατώντας τρυφερά δίπλα σε ανείπωτα όνειρα

για να μην διαλύσω ευαίσθητες ελπίδες

... διέλυσα ...

πατώντας αθόρυβα μέσα από χίλιες ζωές

για να μη ζήσω αυτήν που μου διάλεξαν

... έζησα ...







Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Η αλατένια κούκλα ...





Μια αλατένια κούκλα, ταξίδεψε χιλιάδες μίλια μέχρι που σταμάτησε στην άκρη της θάλασσας. Είχε μαγευτεί από την υγρή κινούμενη μάζα που δεν έμοιαζε με τίποτα από όλα όσα είχε δει ως τότε.
“Τι είσαι;” ρώτησε η αλατένια κούκλα.
“Έλα μέσα και δες μόνη σου” απάντησε η θάλασσα με ένα χαμόγελο.
Έτσι, η αλατένια κούκλα προχώρησε τσαλαπατώντας προς τα μέσα. Όσο πιο βαθιά προχωρούσε τόσο περισσότερο διαλυόταν, μέχρι που έμεινε ένα μικρό κομματάκι από αυτή.
Πριν διαλυθεί και το τελευταίο μέρος της η κούκλα αναφώνησε με θαυμασμό.


“Τώρα ξέρω τι είμαι εγώ"






Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

μοναχική λίμνη ...


Μοναχική Λίμνη
   Ξ


εκίνησα 

την ώρα που το φως της νύχτας νικούσε τη μέρα …
διεκδικούσε το θρόνο του … κι ετοίμαζε το σκηνικό μου …
δεν το είχα σχεδιάσει ... ούτε το είχα φανταστεί …
έτσι απλά ξεκίνησα, ξέροντας ότι είχε έρθει η ώρα …
έκλεισα αθόρυβα την πόρτα πίσω μου … χωρίς να γυρίσω τη ματιά …
βγήκα στο δρόμο με βήματα αργά μα σταθερά …
με οδηγούσαν βαριά στην αρχή …
μετά έγιναν πιο ανάλαφρα, καθώς άδειαζα τις έννοιες μου-όχι με ευκολία …
λατρεμένο ήταν το βάρος τους, αλλά έπρεπε να τις αποχωριστώ …
τις άφησα, προσεκτικά, σε μέρος που να μπορώ να τις βρω πάλι …
ασφαλισμένες … αποχωρίστηκα  ένα κομμάτι του πήλινου εαυτού μου …
προχωρούσα αποφασισμένη να μάθω τι με καλούσε …



μετά άφησα ελεύθερες  τις σκέψεις μου …
τα δελφίνια που τάιζα με ψιχουλάκια ζωής …
που με συντρόφευαν στα ταξίδια μου χωρίς ανταλλάγματα …
τις άφησα ελεύθερες να φύγουν …
θα τις έβρισκα ξανά μετά … δεν υπάρχω χωρίς αυτές …
περπατούσα ακούραστα …
χωρίς να σταματάω … χωρίς να σκέφτομαι …
χωρίς να κοιτάω γύρω μου … μόνο μέσα μου …
έπρεπε να αδειάσω … και βήμα βήμα άδειαζα …
και γέμιζα με σιγουριά καθώς πλησίαζα …


δεν ξέρω πόσος χρόνος χρειάστηκε … είχε ήδη  νυχτώσει όταν έφτασα …

το μέρος ιδανικό …
τη στιγμή θα την έφτιαχνα εγώ …
μοναχική λίμνη …
άδεια σκηνή …
αυτή η σκηνή ήταν δική μου
αφουγκράστηκα ό,τι είχα μέσα μου …
δεν ήταν θυμωμένο …
εδώ και μέρες είχε καταλαγιάσει …
περίμενε,  μόνο,  να έρθει η ώρα …
ήθελε να βγει, αλλά όχι μπροστά σε κόσμο …
 να βγει μόνο του και χωρίς βιασύνη, πρώτα σε μένα …
δεν καταλάβαινα ακόμα καλά …
αλλά ήξερα ότι πάλι θα ρωτούσα γιατί και πώς και αν και μήπως …
αυτή τη φορά, όμως, δεν ήθελα απάντηση από κανέναν …
μόνο να βγάλω ήθελα … να βγάλω τι; …
το μόνο που είχα δικό μου ήταν ένα μπαούλο με θησαυρούς, πολύτιμους για μένα …
εφεδρείες για τα δύσκολα … σωσίβια για τις φουρτούνες … οάσεις στην ερημιά μου …



όχι, δεν ήταν αυτό …
κάτι άλλο ήταν που με καλούσε και δεν θα το έβλεπα πριν έρθει η ώρα …
κάτι που έπρεπε ν’ ανακαλύψω μόνη μου … γι αυτό πήγαινα …
ήμουν ήρεμη όταν ξεκίνησα …
άφησα στο σπίτι ένα σημείωμα … μεταξωτή κλωστή που με έδενε με τον κόσμο μου …
έλεγε «θα τα πούμε» …
ο μίτος της ζωής μου … σημάδι ότι θα γύριζα πάλι …
μόνο που δεν θα ήμουν η ίδια …
κι αν άλλαζα  … ποιον θα τρόμαζα άραγε; …
  

έφτασα στη λίμνη μου … πανέμορφη ήταν …
ήρεμη … σιωπηλή … σχεδόν μαγική …
τέλειο μέρος για μυστικές ιεροτελεστίες …
στάθηκα στην όχθη … ξόρκισα τις φωνές του μυαλού μου
αφήστε με, τις είπα …
να είμαι εδώ, χωρίς δικαιολογία
να νιώθω, χωρίς να σκέφτομαι … να πονάω, χωρίς παρηγοριά …
να θέλω χωρίς να εξηγώ …
να είμαι διαφορετική, χωρίς απολογία … να ονειρεύομαι, χωρίς να με ξυπνάτε …
αφού δεν έχετε τις απαντήσεις που ζητώ …
αφήστε με για λίγο …
το ξέρω ότι θα με βρείτε μετά … θα σας περιμένω …
θα σας καλέσω αν αργήσετε …
θα είμαι πάλι εδώ για σας …
πιο σοφή … πιο ώριμη …
με άκουσαν και σώπασαν …
ήμουν εκεί … χωρίς προσδοκίες …
  

έμεινα για λίγο κοιτάζοντας τον ορίζοντα …
βαθιά ανάσα να γεμίσω σιωπή …
νερό και ουρανός έμοιαζαν ένα …
λίγα αστέρια διαφορά …
ο ήχος της μοναξιάς βαρύς …
έκανε ψύχρα, όμως δεν κρύωνα …



το νερό καθρέφτιζε τις αποφάσεις μου, καμβάς αδούλευτος και με καλούσε …
σκοτεινό … γιατί δεν φοβόμουν; …
λίγες στιγμές ακόμα ισορροπίας στη δοκό του χρόνου …
είχα φτάσει μακριά …
πρώτη φορά …




ένιωσα τα ρούχα μου να με βαραίνουν …

δεν τα χρειαζόμουν πια …

μου τα είχαν διαλέξει άλλοι …

άρχισα να τα βγάζω …

ένα ένα σαν πέπλα …

να τα πετάω στον αέρα …


και να τα βαφτίζω με τα ονόματα των «πρέπει» μου … 

ανακούφιση …

ένιωσα ανάλαφρη, σαν αερικό, μόλις τα αποχωρίστηκα …

γέλασα και η λίμνη μου αντιγύρισε το γέλιο με ένα παφλασμό …

δαχτυλίδια νερού οι κύκλοι της ζωής μου …




όμως, πριν την αγκαλιάσω, κάτι ακόμα έμενε να κάνω … 
κάτι έστεκε ανάμεσά μας …  
όχι ακριβώς εμπόδιο … δοκιμασία …
μόλις κοίταξα κάτω κατάλαβα …
στρωμένες μπροστά μου περίμεναν καρτερικά …
πέτρες σε όλα τα σχήματα, χρώματα και μεγέθη …
πάνω σ’ αυτές έπρεπε να περπατήσω  …
να τις αφήσω να μου χαϊδέψουν τα πόδια ή να με ματώσουν …
και να τις βαφτίσω κι αυτές με τα ονόματα των στιγμών μου …

σαν ταπεινή εξομολόγηση

να μην ξεχάσω καμιά … όλες ήταν σημαντικές …


πήρα ανάσα και ξεκίνησα το ταξίδι …
ήξερα ότι θα πονούσα αλλά δεν δείλιασα … το χρωστούσα στον εαυτό μου …
δεν θα με διέκοπτε τίποτα και κανείς …
για μία και μόνη φορά διαχειρίστρια του χώρου και του χρόνου μου χωρίς ενοχές …
όμως κοντοστάθηκα … αναρωτήθηκα αν ήμουν έτοιμη να δω το παρελθόν …
ή μάλλον να το ξαναζήσω … αν δειλιάσω δεν θα μάθω …
η απάντηση εδώ …
είμαι εδώ και προχωράω …
δεν έχω άλλη επιλογή … δεν θέλω άλλη επιλογή …

ο δρόμος μου είναι η επιλογή μου



πρώτο βήμα σταθερό …
στο πέλμα ένιωσα ξενοιασιά … στιγμές από τα παιδικά μου χρόνια …
δεύτερο βήμα μια κρίσιμη απόφαση που χάραξε το μονοπάτι μου …
δεν μετάνιωσα ποτέ γι αυτό …
στο τρίτο βήμα πόνος … είχα ξεχάσει ποιος με πλήγωσε …
μπορώ να συγχωρήσω …
τέταρτο … πέμπτο … εναλλάσσονταν οι αναμνήσεις …  χαρά,  λύπη, θυμός …
ξαφνικά σκόνταψα … έπεσα στα γόνατα … μάτωσα …
ήταν μια ύπουλη πέτρα …
απ’ αυτές που θέλω να  ζωγραφίσω … αλλά μου βγαίνουν σαθρές …
προσπάθησα να θυμηθώ … ναι … ήταν μια ύπουλη πέτρα …
σάπια πληγή  που καυτηρίασα πριν πολλά χρόνια, όταν διάλεξα το  τέλος  πριν την αρχή
πώς γίνεται να την έχω ξεχάσει; …  σηκώθηκα και συνέχισα …
ευχήθηκα να βρω όλες τις πέτρες μου … συνέχισα …
πάτησα βότσαλα από τις παραλίες των ονείρων μου,
αυτές που πήγα κι αυτές που δεν έφτασαν ποτέ σε μένα …
βούλιαξα σε κινούμενη άμμο …
θυμήθηκα να ασφυκτιώ και να προσπαθώ να ξεφύγω γράφοντας τ’ ανείπωτα,
δίνοντας ζωή στο τίποτα,
κοιτάζοντας με τις ώρες κάτι που για τους άλλους δεν υπήρχε …
στιγμές με το εγώ μου
άγγιξα πέτρες δροσερές φτιαγμένες από τους αγγέλους της ζωής μου …
με διαπέρασε η δροσιά τους μες στη νύχτα … αγάπες μου …
πέτρες σταθερές, γερά χτίσματα από όσα έχω καταφέρει … κοντεύω …
πέτρες που μου θύμισαν πόσο δυνατή και πόσο αδύναμη υπήρξα …
πέτρες ακριβές … πετράδια ανταμοιβές …
πέτρες κοφτερές που μπήκαν στη σάρκα για να μου θυμίσουν το τίμημα της ευτυχίας … κοντεύω … λίγο ακόμα …
οι πέτρες λιγοστοί φίλοι της καρδιάς … μου είπαν να προχωρήσω …
πάτησα πέτρες-ζυγαριές … οδηγούς σε κάθε σταθμό μου …
πέτρες-επιλογές … άλλες κράτησα άλλες πέταξα …
πέτρες-ορόσημο … είδα αυτά που είμαι
πέτρες-φυλακές … που τις έχτισα με φόβο και πάθος …
πέτρες-μυστικά … δικά μου … των άλλων … φυλαχτά …
και πάνω τους κόντεψα να ξεχάσω τον προορισμό μου …

κι όμως έφτασα … το νερό μου έγλειψε τα πόδια ... αυτό ήταν;


γύρισα πίσω και είδα το δρόμο μου …
γνώριμος, αγαπημένος … δικός μου …
και τότε κατάλαβα …
πως εγώ η ίδια έστρωσα τις πέτρες κάτω από τα πόδια μου …
είδα καθαρά το χέρι μου να διαλέγει μέσα απ’ το σωρό …
και να φτιάχνει το μονοπάτι μου … δεν το ήξερα πριν ξεκινήσω …
το έμαθα στην πορεία προς τη λίμνη μου …
έπρεπε να φτάσω εδώ για να καταλάβω ότι όλα ήταν δικές μου επιλογές …
ότι προκάλεσα τα απρόβλεπτα από τον τρόπο που επέλεξα  να ζήσω …
ότι έζησα ό,τι ακριβώς  διάλεξα … όλο το παρελθόν ήταν εκεί …
δεν το έκρινα … το έστρωσα … και το έβλεπα εκεί …
καθώς πατούσα πάνω στην πέτρα του «τώρα» …
και το μέλλον πού είναι; … κοίταξα το χέρι μου και το είδα κι αυτό …
και τότε λάτρεψα την κάθε πέτρα … και δεν θα την άλλαζα με τίποτα …
έκανα απολογισμό  … ορίζω το χέρι όχι την πέτρα
ό,τι αξίζει είναι αυτό που έζησα …

  
βούτηξα στην  μοναχική λίμνη ...
γυμνή από τεχνητές ενοχές και συμβάσεις …
ντυμένη με το κέρδος της αυτογνωσίας …
νύχτα διάλεξα για  να μη βλέπω τι αφήνω ...
από καιρό το ήθελα μα δεν το' ξερα ...
έψαξα να βρω στα σκοτεινά νερά της τον λόγο ...
ξαφνικά με κάλεσε ... μέσα σε μια στιγμή ... απροετοίμαστη με βρήκε ...
την άκουσα και βρέθηκα κοντά της …
μια ανάσα χρειαζόταν ... βαθιά ... λυτρωτική  ...
και βούτηξα ... ...
ήξερα ότι άφηνα τον κόσμο μου στην όχθη της αλλά δεν κοίταξα πίσω ...
ήξερα ότι άλλαζα αλλά δεν έφταιγα ...
ήξερα ότι είχα πληγωμένα πόδια μα τα γιάτρευε το νερό …
μια ... δυο ... τρεις απλωτές ... ας μην είχε τέλος ...
εκεί στην αγκαλιά της δεν μ' έκρινε κανείς ...
έβλεπα μόνο ό,τι  μπορούσα να φανταστώ ...
άκουγα μόνο τη μουσική που γεννιόταν μέσα μου …
βάραιναν τα χέρια μα αλάφρωνε η καρδιά...
συνέχισα να κολυμπάω ... ως πότε; … ως πού; …


συνέχισα … ώσπου ένιωσα το ρεύμα μιας δίνης ...
γνώριμο το σκίρτημα του διλλήματος …
πέταξα άλλη μια πέτρα-απόφαση στην όχθη …
τώρα ήξερα … και αφέθηκα ... χόρεψα στο ρυθμό της ... όσο κρατήσει είπα ... στριφογύρισα μαζί της ... μέθυσα … 
γέλασα δυνατά …
με άφησε να φύγω … ή την άφησα …



και βρήκα άλλη … κι άλλη …
οι δίνες ήταν όλα τα μικρά
και μεγάλα μου «θέλω» …
που είτε χάρηκα, είτε θυσίασα,
είτε έπνιξα πριν γίνουν όνειρα,
είτε τα πρόβαλα στον ορίζοντά μου
και τα έκανα προορισμό …

κάποιος μου χάιδεψε τα μαλλιά …
οι νεράιδες της λίμνες …
τις είδα χαμογελαστές …
κι έπαψα να αναρωτιέμαι  ...



μόνο ευχόμουν ... σαν τελειώσει ο χορός ...

να κρατήσω τη ζάλη για πάντα ...

έγινα  ένα με τη λίμνη μου … υγρό στο υγρό …





ήξερα  ότι  δεν ήταν θάλασσα αλλά ήπια το νερό της …





Μόνο … μόνο ένα τόσο δα αγκαθάκι είχα στην καρδιά …
αυτό που ζούσα … εγώ το έφτιαξα και το οδήγησα εδώ …
έλεγχα απόλυτα μια κατάσταση στην οποία επέλεξα να χάσω κάθε έλεγχο …
ήξερα πως ήταν όνειρο …
αυτό που δεν ήξερα ήταν τι θα μου έμενε σαν ξυπνούσα … ό,τι μου μένει πάντα; …
το αγκαθάκι με τσίμπησε στην καρδιά, αλλά πόνεσα στα μάτια …
έβαλα το χέρι πάνω τους και τα βρήκα δακρυσμένα …
για ποιο λόγο έκλαιγα; …

για όσα έζησα ενώ δεν ήθελα; … όχι, συμφιλιώθηκα μ’ αυτά …
για όσα ήθελα αλλά δεν έζησα; … αναπληρώθηκαν …
για όσα θέλω αλλά δεν θα ζήσω; … θα βάλω στον άλλο ζυγό τα όσα θα ζήσω …
τότε γιατί; …
πάλι ρωτούσα ξεχνώντας πως δεν θα μου απαντήσει κανείς …

μήπως τελικά  δεν είχε σημασία τι έκανε το δάκρυ να κυλήσει …

αλλά το τι θα κάνει το δάκρυ … αφού κυλήσει;

...

Αυτό ήταν!
με είχε βρει ο τρόπος να κάνω τη λίμνη μου θάλασσα
απέραντη … αιώνια …
καθώς κυλούσαν τα δάκρυά μου …
ξέπλεναν τα γιατί, τα πώς, τα αν, τα μήπως  μου, τα ξεθώριαζαν …
έσκιζαν την όχθη και άνοιγαν ποτάμια …
έδιωχναν τη υγρή σκοτεινιά …  
έδιωχναν το μαύρο απ’ τον ουρανό …
γέμιζαν αρμύρα το νερό και τον αέρα … έβαφαν διάφανο το νερό …
κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω αν έπλεα, αν βούλιαζα αν χόρευα ή αν πετούσα …

σκεφτόμουν μόνο πως …

έβαλα  τη ζωή μου στοίχημα με τη λίμνη μου …

και κέρδισα  …



Ξύπνησα γεμάτη … χορτασμένη …
πρώτα ένιωσα και μετά είδα … γνώριμα όλα γύρω μου …
άγγιξα τις πέτρες μου … φίλησα τους αγγέλους μου …
χαμογέλασα στις πληγές μου …
δεν φοβάμαι πια … δεν αναρωτιέμαι … ξέρω …
έχω τη θάλασσά μου τώρα … εγώ την έφτιαξα … στα μέτρα μου …



για να με μάθει να πλέω στους ωκεανούς …




 
 Λία
 Καλοκαίρι 2011